- Βρόμιον
- Βρόμιοςsoundingmasc acc sgΒρόμιοςsoundingneut nom/voc/acc sgΒρόμιοςsoundingmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βρόμιον — βρόμιος sounding masc acc sg βρόμιος sounding neut nom/voc/acc sg βρομέω buzz imperf ind act 3rd pl (doric) βρομέω buzz imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινοδότης — οἰνοδότης και οἰνοδώτης, δωρ. τ. οἰνοδότας, ὁ (Α) 1. (για τον Βάκχο) αυτός που παρέχει οίνο («παρά τε Βρόμιον οἰνοδόταν παρά τε χέλυος ἑπτατόνου μολπάν», Ευρ.) 2. (για γιατρό) αυτός που παρέχει οίνο σε ασθενή ως φάρμακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος +… … Dictionary of Greek